Παρόλο που δεν υπάρχει κάποιος σαφής ορισμός για το τι είναι τέχνη, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι η ίδια η φύση της καλλιτεχνικής πρακτικής που τη δημιουργεί, αποτελεί πηγή συναισθημάτων και αισθητικών ερεθισμάτων τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για τους θεατές. Πολλά είναι τα συναισθήματα που προκαλούνται μέσα από την επαφή με τα έργα τέχνης σε όποια πλευρά και αν βρισκόμαστε. Είτε όντας καλλιτέχνες, είτε από τη θέση του θεατή- παρατηρητή, τα συναισθήματα και η «συγκίνηση» που προκαλούνται, κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής πρακτικής και τη στιγμή που βλέπουμε ένα έργο αντίστοιχα, αποκαλύπτουν και αφυπνίζουν δεδομένες ψυχικές και ψυχοσωματικές καταστάσεις που μπορεί να έχουμε βιώσει στο παρελθόν.
Η διερεύνηση του ρόλου που κατέχουν τα τρίπτυχα στη σύγχρονη τέχνη είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς μια, στοιχειώδη έστω, αναζήτηση μιας αφετηρίας, που θα συνέβαλε στη μελέτη της εξέλιξής τους. Επιχειρώντας κανείς να ορίσει το τρίπτυχο, οφείλει καταρχήν να διευκρινίσει τη διττή του υπόσταση, η περιγραφή του ως αντικειμένου συνδυάζεται με τη μελέτη του ως επιλογής τρόπου σύνθεσης. Με βάση το πρώτο, το τρίπτυχο ποικίλλει ως προς το μέγεθος και το υλικό, συνήθως όμως αποτελείται από ένα κεντρικό τμήμα πλαισιωμένο από δύο πλευρικά, τα οποία είναι εξαρτώμενα και αρθρωμένα, έτσι που να διπλώνουν πάνω του. Με κριτήριο τη συνθετική του δομή, διαπιστώνει κανείς καταρχήν την έμφαση που δίνεται στο κεντρικό αυτό τμήμα.